ἐναλλαγῇ

ἐναλλαγῇ
ἐναλλάσσω
exchange
aor subj pass 3rd sg
ἐναλλάσσω
exchange
aor subj pass 3rd sg
ἐναλλαγή
interchange
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐναλλαγή — interchange fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναλλαγή — Ανταλλαγή γενετικού υλικού ανάμεσα σε ζεύγη χρωμοσωμάτων που προέρχονται από τους δύο γονείς ενός ατόμου, στη διάρκεια του σχηματισμού του ωαρίου και του σπερματοζωαρίου. * * * η (AM ἐναλλαγή) 1. αμοιβαία αλλαγή, εκ περιτροπής διαδοχή, διαδοχική… …   Dictionary of Greek

  • εναλλαγή — η 1. αμοιβαία διαδοχή, διαδοχική αλλαγή: Εναλλαγή ημέρας και νύχτας. 2. (βιολ.), μεταβολή, αλλαγή: Εναλλαγή της ύλης. 3. (βιολ.), το φαινόμενο που παρατηρείται όταν οργανισμοί (ζωικοί ή φυτικοί) δε μοιάζουν με τους γεννήτορες, αλλά έχουν τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εναλλαγή γενεών — Φαινόμενο που παρατηρείται σε όλες τις ομάδες των φυτών που παρουσιάζουν εγγενή αναπαραγωγή και συνίσταται στη διαδοχική εναλλαγή δύο γενεών. Η μία έχει κανονική βλαστητική αγενή αναπαραγωγή (σποριοφυτική, διπλοειδής γενεά) που ολοκληρώνεται με… …   Dictionary of Greek

  • ἐναλλαγῆι — ἐναλλαγῇ , ἐναλλάσσω exchange aor subj pass 3rd sg ἐναλλαγῇ , ἐναλλάσσω exchange aor subj pass 3rd sg ἐναλλαγῇ , ἐναλλαγή interchange fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναλλαγαῖς — ἐναλλαγή interchange fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναλλαγαί — ἐναλλαγή interchange fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναλλαγῆς — ἐναλλαγή interchange fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναλλαγήν — ἐναλλαγή interchange fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναλλαγῶν — ἐναλλαγή interchange fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”